- πτεροφόρος
- -α, -οαυτός που έχει φτερά, ο φτερωτός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πτεροφόρος — feathered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροφόρος — α, ο / πτεροφόρος, ον, ΝΑ, και πτεραφόρος, ον, Α (λόγιο επίθ.) αυτός που έχει φτερά, φτερωτός («περίβαλον γὰρ οἱ πτεροφόρον δέμας θεοί», Αισχύλ.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που βάλλεται, που ρίχνεται με ταχύτητα («πτεροφόρον Διὸς βέλος» ο κεραυνός,… … Dictionary of Greek
πτεροφόρον — πτεροφόρος feathered masc/fem acc sg πτεροφόρος feathered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροφόρε — πτεροφόρος feathered masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροφόροι — πτεροφόρος feathered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροφόροις — πτεροφόρος feathered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροφόρους — πτεροφόρος feathered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροφόρων — πτεροφόρος feathered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
πτεροφόρ' — πτεροφόρα , πτεροφόρας wing worn masc voc sg πτεροφόρα , πτεροφόρας wing worn masc nom sg (epic) πτεροφόραι , πτεροφόρας wing worn masc nom/voc pl πτεροφόρᾱͅ , πτεροφόρας wing worn masc dat sg (attic doric aeolic) πτεροφόρα , πτεροφόρος feathered … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)